- сорвать
- ρ.σ.μ.1. κόβω, δρέπω•
сорвать цветы κόβω λουλούδια•
сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).
2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•
сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.
|| παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•сорвать урок χαλνώ το μάθημα•
сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•
сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.
4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•сорвать почелуй αποσπώ φιλί.
|| αρπάζω.5. ξεσπώ•сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.
εκφρ.сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.сорваться1. αποσπώμαι• κόβομαι•пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.
|| αποδεσμεύομαι, λύνομαι•собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.
2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.
5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).6. φθείρομαι, χαλνώ•резьба -лась η έλικα χάλασε.
7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.8. αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•
сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.
εκφρ.голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.